Jump to content

μελοδραματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μελοδραματικός (melodramatikósm (feminine μελοδραματική, neuter μελοδραματικό)

  1. melodramatic

Declension

[edit]
Declension of μελοδραματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μελοδραματικός (melodramatikós) μελοδραματική (melodramatikí) μελοδραματικό (melodramatikó) μελοδραματικοί (melodramatikoí) μελοδραματικές (melodramatikés) μελοδραματικά (melodramatiká)
genitive μελοδραματικού (melodramatikoú) μελοδραματικής (melodramatikís) μελοδραματικού (melodramatikoú) μελοδραματικών (melodramatikón) μελοδραματικών (melodramatikón) μελοδραματικών (melodramatikón)
accusative μελοδραματικό (melodramatikó) μελοδραματική (melodramatikí) μελοδραματικό (melodramatikó) μελοδραματικούς (melodramatikoús) μελοδραματικές (melodramatikés) μελοδραματικά (melodramatiká)
vocative μελοδραματικέ (melodramatiké) μελοδραματική (melodramatikí) μελοδραματικό (melodramatikó) μελοδραματικοί (melodramatikoí) μελοδραματικές (melodramatikés) μελοδραματικά (melodramatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μελοδραματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μελοδραματικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μελοδραματικότερος (melodramatikóteros) μελοδραματικότερη (melodramatikóteri) μελοδραματικότερο (melodramatikótero) μελοδραματικότεροι (melodramatikóteroi) μελοδραματικότερες (melodramatikóteres) μελοδραματικότερα (melodramatikótera)
genitive μελοδραματικότερου (melodramatikóterou) μελοδραματικότερης (melodramatikóteris) μελοδραματικότερου (melodramatikóterou) μελοδραματικότερων (melodramatikóteron) μελοδραματικότερων (melodramatikóteron) μελοδραματικότερων (melodramatikóteron)
accusative μελοδραματικότερο (melodramatikótero) μελοδραματικότερη (melodramatikóteri) μελοδραματικότερο (melodramatikótero) μελοδραματικότερους (melodramatikóterous) μελοδραματικότερες (melodramatikóteres) μελοδραματικότερα (melodramatikótera)
vocative μελοδραματικότερε (melodramatikótere) μελοδραματικότερη (melodramatikóteri) μελοδραματικότερο (melodramatikótero) μελοδραματικότεροι (melodramatikóteroi) μελοδραματικότερες (melodramatikóteres) μελοδραματικότερα (melodramatikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μελοδραματικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μελοδραματικότατος (melodramatikótatos) μελοδραματικότατη (melodramatikótati) μελοδραματικότατο (melodramatikótato) μελοδραματικότατοι (melodramatikótatoi) μελοδραματικότατες (melodramatikótates) μελοδραματικότατα (melodramatikótata)
genitive μελοδραματικότατου (melodramatikótatou) μελοδραματικότατης (melodramatikótatis) μελοδραματικότατου (melodramatikótatou) μελοδραματικότατων (melodramatikótaton) μελοδραματικότατων (melodramatikótaton) μελοδραματικότατων (melodramatikótaton)
accusative μελοδραματικότατο (melodramatikótato) μελοδραματικότατη (melodramatikótati) μελοδραματικότατο (melodramatikótato) μελοδραματικότατους (melodramatikótatous) μελοδραματικότατες (melodramatikótates) μελοδραματικότατα (melodramatikótata)
vocative μελοδραματικότατε (melodramatikótate) μελοδραματικότατη (melodramatikótati) μελοδραματικότατο (melodramatikótato) μελοδραματικότατοι (melodramatikótatoi) μελοδραματικότατες (melodramatikótates) μελοδραματικότατα (melodramatikótata)
[edit]
see: μελόδραμα n (melódrama, melodrama)