μελοδραματικές
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]μελοδραματικές • (melodramatikés)
- nominative feminine plural of μελοδραματικός (melodramatikós)
- accusative feminine plural of μελοδραματικός (melodramatikós)
- vocative feminine plural of μελοδραματικός (melodramatikós)