Jump to content

μελλοντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μελλοντικός (mellontikósm (feminine μελλοντική, neuter μελλοντικό)

  1. future, to come

Declension

[edit]
Declension of μελλοντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μελλοντικός (mellontikós) μελλοντική (mellontikí) μελλοντικό (mellontikó) μελλοντικοί (mellontikoí) μελλοντικές (mellontikés) μελλοντικά (mellontiká)
genitive μελλοντικού (mellontikoú) μελλοντικής (mellontikís) μελλοντικού (mellontikoú) μελλοντικών (mellontikón) μελλοντικών (mellontikón) μελλοντικών (mellontikón)
accusative μελλοντικό (mellontikó) μελλοντική (mellontikí) μελλοντικό (mellontikó) μελλοντικούς (mellontikoús) μελλοντικές (mellontikés) μελλοντικά (mellontiká)
vocative μελλοντικέ (mellontiké) μελλοντική (mellontikí) μελλοντικό (mellontikó) μελλοντικοί (mellontikoí) μελλοντικές (mellontikés) μελλοντικά (mellontiká)