μελλοντικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]μελλοντικά • (mellontiká)
- nominative neuter plural of μελλοντικός (mellontikós)
- accusative neuter plural of μελλοντικός (mellontikós)
- vocative neuter plural of μελλοντικός (mellontikós)
μελλοντικά • (mellontiká)