μελανή οπή
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μελανή οπή • (melaní opí) f (plural μελανές οπές)
Synonyms
[edit]- μαύρη τρύπα f (mávri trýpa)
Further reading
[edit]- Μαύρη τρύπα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
μελανή οπή • (melaní opí) f (plural μελανές οπές)