μεθυλένιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μεθυλένιο • (methylénio) n (plural μεθυλένια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεθυλένιο (methylénio) | μεθυλένια (methylénia) |
genitive | μεθυλενίου (methyleníou) μεθυλένιου (methyléniou) |
μεθυλενίων (methyleníon) |
accusative | μεθυλένιο (methylénio) | μεθυλένια (methylénia) |
vocative | μεθυλένιο (methylénio) | μεθυλένια (methylénia) |