Jump to content

μεθυλένιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μεθυλένιο (methylénion (plural μεθυλένια)

  1. (organic chemistry) methylene

Declension

[edit]
Declension of μεθυλένιο
singular plural
nominative μεθυλένιο (methylénio) μεθυλένια (methylénia)
genitive μεθυλενίου (methyleníou)
μεθυλένιου (methyléniou)
μεθυλενίων (methyleníon)
accusative μεθυλένιο (methylénio) μεθυλένια (methylénia)
vocative μεθυλένιο (methylénio) μεθυλένια (methylénia)