From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Koine Greek μεγαλοποιῶ ( megalopoiô ) ,[ 1] contracted form of μεγαλοποιέω ( megalopoiéō , “ to magnify ” ) . By surface analysis , μεγαλο- ( megalo- ) + -ποιώ ( -poió ) .
IPA (key ) : /me.ɣa.lo.piˈo/
Hyphenation: με‧γα‧λο‧ποι‧ώ
μεγαλοποιώ • (megalopoió ) (past μεγαλοποίησα , passive μεγαλοποιούμαι , p‑past μεγαλοποιήθηκα , ppp μεγαλοποιημένος )
( transitive ) to exaggerate , to overstate , to blow out of proportion
Synonym: υπερβάλλω ( ypervállo )
μεγαλοποιώ , μεγαλοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
μεγαλοποιώ
μεγαλοποιήσω
μεγαλοποιούμαι
μεγαλοποιηθώ
2 sg
μεγαλοποιείς
μεγαλοποιήσεις
μεγαλοποιείσαι
μεγαλοποιηθείς
3 sg
μεγαλοποιεί
μεγαλοποιήσει
μεγαλοποιείται
μεγαλοποιηθεί
1 pl
μεγαλοποιούμε
μεγαλοποιήσουμε , [-ομε ]
μεγαλοποιούμαστε , μεγαλοποιόμαστε
μεγαλοποιηθούμε
2 pl
μεγαλοποιείτε
μεγαλοποιήσετε
μεγαλοποιείστε , (μεγαλοποιόσαστε )
μεγαλοποιηθείτε
3 pl
μεγαλοποιούν (ε )
μεγαλοποιήσουν (ε )
μεγαλοποιούνται
μεγαλοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
μεγαλοποιούσα
μεγαλοποίησα
μεγαλοποιούμουν (α ), μεγαλοποιόμουν (α )
μεγαλοποιήθηκα
2 sg
μεγαλοποιούσες
μεγαλοποίησες
[μεγαλοποιούσουν (α )], μεγαλοποιόσουν (α )
μεγαλοποιήθηκες
3 sg
μεγαλοποιούσε
μεγαλοποίησε
μεγαλοποιούνταν , μεγαλοποιόταν (ε ), {μεγαλοποιείτο }
μεγαλοποιήθηκε
1 pl
μεγαλοποιούσαμε
μεγαλοποιήσαμε
μεγαλοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), μεγαλοποιόμασταν , (‑όμαστε )
μεγαλοποιηθήκαμε
2 pl
μεγαλοποιούσατε
μεγαλοποιήσατε
[μεγαλοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], μεγαλοποιόσασταν , (‑όσαστε )
μεγαλοποιηθήκατε
3 pl
μεγαλοποιούσαν (ε )
μεγαλοποίησαν , μεγαλοποιήσαν (ε )
μεγαλοποιούνταν , μεγαλοποιόνταν (ε ), (μεγαλοποιόντουσαν ), {μεγαλοποιούντο }
μεγαλοποιήθηκαν , μεγαλοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα μεγαλοποιώ ➤
θα μεγαλοποιήσω ➤
θα μεγαλοποιούμαι ➤
θα μεγαλοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα μεγαλοποιείς , …
θα μεγαλοποιήσεις , …
θα μεγαλοποιείσαι , …
θα μεγαλοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … μεγαλοποιήσει έχω, έχεις, … μεγαλοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … μεγαλοποιηθεί είμαι , είσαι , … μεγαλοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … μεγαλοποιήσει είχα, είχες, … μεγαλοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … μεγαλοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … μεγαλοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … μεγαλοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … μεγαλοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … μεγαλοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … μεγαλοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
μεγαλοποίησε
—
μεγαλοποιήσου
2 pl
μεγαλοποιείτε
μεγαλοποιήστε
μεγαλοποιείστε
μεγαλοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
μεγαλοποιώντας ➤
μεγαλοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας μεγαλοποιήσει ➤
μεγαλοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
μεγαλοποιήσει
μεγαλοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.