Jump to content

μαχαιρίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μαχαιρίδιο (machairídion (plural μαχαιρίδια)

  1. scalpel
  2. small knife

Declension

[edit]
Declension of μαχαιρίδιο
singular plural
nominative μαχαιρίδιο (machairídio) μαχαιρίδια (machairídia)
genitive μαχαιριδίου (machairidíou)
μαχαιρίδιου (machairídiou)
μαχαιριδίων (machairidíon)
accusative μαχαιρίδιο (machairídio) μαχαιρίδια (machairídia)
vocative μαχαιρίδιο (machairídio) μαχαιρίδια (machairídia)
[edit]