Jump to content

ματοκύλισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ματοκύλισμα (matokýlisman (plural ματοκυλίσματα)

  1. (colloquial) Alternative form of αιματοκύλισμα (aimatokýlisma)

Declension

[edit]
Declension of ματοκύλισμα
singular plural
nominative ματοκύλισμα (matokýlisma) ματοκυλίσματα (matokylísmata)
genitive ματοκυλίσματος (matokylísmatos) ματοκυλισμάτων (matokylismáton)
accusative ματοκύλισμα (matokýlisma) ματοκυλίσματα (matokylísmata)
vocative ματοκύλισμα (matokýlisma) ματοκυλίσματα (matokylísmata)
[edit]
  • and see: αίμα n (aíma, blood)