From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /ma.to.ciˈli.zo/
Hyphenation: μα‧το‧κυ‧λί‧ζω
ματοκυλίζω • (matokylízo ) (past ματοκύλισα , passive ματοκυλίζομαι )
( colloquial ) Alternative form of αιματοκυλίζω ( aimatokylízo )
ματοκυλίζω ματοκυλίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ματοκυλίζω
ματοκυλίσω
ματοκυλίζομαι
ματοκυλιστώ
2 sg
ματοκυλίζεις
ματοκυλίσεις
ματοκυλίζεσαι
ματοκυλιστείς
3 sg
ματοκυλίζει
ματοκυλίσει
ματοκυλίζεται
ματοκυλιστεί
1 pl
ματοκυλίζουμε , [‑ομε ]
ματοκυλίσουμε , [‑ομε ]
ματοκυλιζόμαστε
ματοκυλιστούμε
2 pl
ματοκυλίζετε
ματοκυλίσετε
ματοκυλίζεστε , ματοκυλιζόσαστε
ματοκυλιστείτε
3 pl
ματοκυλίζουν (ε )
ματοκυλίσουν (ε )
ματοκυλίζονται
ματοκυλιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ματοκύλιζα
ματοκύλισα
ματοκυλιζόμουν (α )
ματοκυλίστηκα
2 sg
ματοκύλιζες
ματοκύλισες
ματοκυλιζόσουν (α )
ματοκυλίστηκες
3 sg
ματοκύλιζε
ματοκύλισε
ματοκυλιζόταν (ε )
ματοκυλίστηκε
1 pl
ματοκυλίζαμε
ματοκυλίσαμε
ματοκυλιζόμασταν , (‑όμαστε )
ματοκυλιστήκαμε
2 pl
ματοκυλίζατε
ματοκυλίσατε
ματοκυλιζόσασταν , (‑όσαστε )
ματοκυλιστήκατε
3 pl
ματοκύλιζαν , ματοκυλίζαν (ε )
ματοκύλισαν , ματοκυλίσαν (ε )
ματοκυλίζονταν , (ματοκυλιζόντουσαν )
ματοκυλίστηκαν , ματοκυλιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ματοκυλίζω ➤
θα ματοκυλίσω ➤
θα ματοκυλίζομαι ➤
θα ματοκυλιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ματοκυλίζεις , …
θα ματοκυλίσεις , …
θα ματοκυλίζεσαι , …
θα ματοκυλιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ματοκυλίσει έχω, έχεις, … ματοκυλισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ματοκυλιστεί είμαι , είσαι , … ματοκυλισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ματοκυλίσει είχα, είχες, … ματοκυλισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ματοκυλιστεί ήμουν , ήσουν , … ματοκυλισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ματοκυλίσει θα έχω, θα έχεις, … ματοκυλισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ματοκυλιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ματοκυλισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ματοκύλιζε
ματοκύλισε
—
ματοκυλίσου
2 pl
ματοκυλίζετε
ματοκυλίστε
ματοκυλίζεστε
ματοκυλιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ματοκυλίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ματοκυλίσει ➤
ματοκυλισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ματοκυλίσει
ματοκυλιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.