From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /e.ma.to.ciˈli.zo/
Hyphenation: αι‧μα‧το‧κυ‧λί‧ζω
αιματοκυλίζω • (aimatokylízo ) (past αιματοκύλισα , passive αιματοκυλίζομαι )
to slaughter
αιματοκυλίζω αιματοκυλίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αιματοκυλίζω
αιματοκυλίσω
αιματοκυλίζομαι
αιματοκυλιστώ
2 sg
αιματοκυλίζεις
αιματοκυλίσεις
αιματοκυλίζεσαι
αιματοκυλιστείς
3 sg
αιματοκυλίζει
αιματοκυλίσει
αιματοκυλίζεται
αιματοκυλιστεί
1 pl
αιματοκυλίζουμε , [‑ομε ]
αιματοκυλίσουμε , [‑ομε ]
αιματοκυλιζόμαστε
αιματοκυλιστούμε
2 pl
αιματοκυλίζετε
αιματοκυλίσετε
αιματοκυλίζεστε , αιματοκυλιζόσαστε
αιματοκυλιστείτε
3 pl
αιματοκυλίζουν (ε )
αιματοκυλίσουν (ε )
αιματοκυλίζονται
αιματοκυλιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αιματοκύλιζα
αιματοκύλισα
αιματοκυλιζόμουν (α )
αιματοκυλίστηκα
2 sg
αιματοκύλιζες
αιματοκύλισες
αιματοκυλιζόσουν (α )
αιματοκυλίστηκες
3 sg
αιματοκύλιζε
αιματοκύλισε
αιματοκυλιζόταν (ε )
αιματοκυλίστηκε
1 pl
αιματοκυλίζαμε
αιματοκυλίσαμε
αιματοκυλιζόμασταν , (‑όμαστε )
αιματοκυλιστήκαμε
2 pl
αιματοκυλίζατε
αιματοκυλίσατε
αιματοκυλιζόσασταν , (‑όσαστε )
αιματοκυλιστήκατε
3 pl
αιματοκύλιζαν , αιματοκυλίζαν (ε )
αιματοκύλισαν , αιματοκυλίσαν (ε )
αιματοκυλίζονταν , (αιματοκυλιζόντουσαν )
αιματοκυλίστηκαν , αιματοκυλιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αιματοκυλίζω ➤
θα αιματοκυλίσω ➤
θα αιματοκυλίζομαι ➤
θα αιματοκυλιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αιματοκυλίζεις , …
θα αιματοκυλίσεις , …
θα αιματοκυλίζεσαι , …
θα αιματοκυλιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αιματοκυλίσει έχω, έχεις, … αιματοκυλισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αιματοκυλιστεί είμαι , είσαι , … αιματοκυλισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αιματοκυλίσει είχα, είχες, … αιματοκυλισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αιματοκυλιστεί ήμουν , ήσουν , … αιματοκυλισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αιματοκυλίσει θα έχω, θα έχεις, … αιματοκυλισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αιματοκυλιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αιματοκυλισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αιματοκύλιζε
αιματοκύλισε
—
αιματοκυλίσου
2 pl
αιματοκυλίζετε
αιματοκυλίστε
αιματοκυλίζεστε
αιματοκυλιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αιματοκυλίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αιματοκυλίσει ➤
αιματοκυλισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αιματοκυλίσει
αιματοκυλιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: αίμα n ( aíma , “ blood ” )