μαρουλοσαλάτα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μαρούλι (maroúli) +‎ σαλάτα (saláta).

Noun

[edit]

μαρουλοσαλάτα (maroulosalátaf (plural μαρουλοσαλάτες)

  1. lettuce salad

Declension

[edit]
singular plural
nominative μαρουλοσαλάτα (maroulosaláta) μαρουλοσαλάτες (maroulosalátes)
genitive μαρουλοσαλάτας (maroulosalátas) μαρουλοσαλατών (maroulosalatón)
accusative μαρουλοσαλάτα (maroulosaláta) μαρουλοσαλάτες (maroulosalátes)
vocative μαρουλοσαλάτα (maroulosaláta) μαρουλοσαλάτες (maroulosalátes)
[edit]