μαρκαρισμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of μαρκάρομαι (markáromai), passive voice of μαρκάρω (markáro, I stamp, tick).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /maɾ.ka.ɾiˈzme.nos/
  • Hyphenation: μαρ‧κα‧ρι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

μαρκαρισμένος (markarisménosm (feminine μαρκαρισμένη, neuter μαρκαρισμένο)

  1. stamped, marked, ticked

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μαρκαρισμένος (markarisménos) μαρκαρισμένη (markarisméni) μαρκαρισμένο (markarisméno) μαρκαρισμένοι (markarisménoi) μαρκαρισμένες (markarisménes) μαρκαρισμένα (markarisména)
genitive μαρκαρισμένου (markarisménou) μαρκαρισμένης (markarisménis) μαρκαρισμένου (markarisménou) μαρκαρισμένων (markarisménon) μαρκαρισμένων (markarisménon) μαρκαρισμένων (markarisménon)
accusative μαρκαρισμένο (markarisméno) μαρκαρισμένη (markarisméni) μαρκαρισμένο (markarisméno) μαρκαρισμένους (markarisménous) μαρκαρισμένες (markarisménes) μαρκαρισμένα (markarisména)
vocative μαρκαρισμένε (markarisméne) μαρκαρισμένη (markarisméni) μαρκαρισμένο (markarisméno) μαρκαρισμένοι (markarisménoi) μαρκαρισμένες (markarisménes) μαρκαρισμένα (markarisména)