μανόμετρο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μανόμετρο (manómetron (plural μανόμετρα)

  1. (sciences) manometer

Declension

[edit]
singular plural
nominative μανόμετρο (manómetro) μανόμετρα (manómetra)
genitive μανομέτρου (manométrou)
μανόμετρου (manómetrou)
μανομέτρων (manométron)
accusative μανόμετρο (manómetro) μανόμετρα (manómetra)
vocative μανόμετρο (manómetro) μανόμετρα (manómetra)