μαιευτήριο
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μαιευτήριο • (maieftírio) n (plural μαιευτήρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαιευτήριο (maieftírio) | μαιευτήρια (maieftíria) |
genitive | μαιευτηρίου (maieftiríou) μαιευτήριου (maieftíriou) |
μαιευτηρίων (maieftiríon) |
accusative | μαιευτήριο (maieftírio) | μαιευτήρια (maieftíria) |
vocative | μαιευτήριο (maieftírio) | μαιευτήρια (maieftíria) |