Jump to content

μαιευτήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

μαιευτήριο (maieftírion (plural μαιευτήρια)

  1. maternity hospital

Declension

[edit]
Declension of μαιευτήριο
singular plural
nominative μαιευτήριο (maieftírio) μαιευτήρια (maieftíria)
genitive μαιευτηρίου (maieftiríou)
μαιευτήριου (maieftíriou)
μαιευτηρίων (maieftiríon)
accusative μαιευτήριο (maieftírio) μαιευτήρια (maieftíria)
vocative μαιευτήριο (maieftírio) μαιευτήρια (maieftíria)