μαζοχίστρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μαζοχίστρια • (mazochístria) f (plural μαζοχίστριες, masculine μαζοχιστής)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαζοχίστρια (mazochístria) | μαζοχίστριες (mazochístries) |
genitive | μαζοχίστριας (mazochístrias) | μαζοχιστριών (mazochistrión) |
accusative | μαζοχίστρια (mazochístria) | μαζοχίστριες (mazochístries) |
vocative | μαζοχίστρια (mazochístria) | μαζοχίστριες (mazochístries) |