μαζοχιστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From French masochiste.
Noun
[edit]μαζοχιστής • (mazochistís) m (plural μαζοχιστές, feminine μαζοχίστρια)
Declension
[edit]Declension of μαζοχιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαζοχιστής • | μαζοχιστές • |
genitive | μαζοχιστή • | μαζοχιστών • |
accusative | μαζοχιστή • | μαζοχιστές • |
vocative | μαζοχιστή • | μαζοχιστές • |