Jump to content

μαζοχιστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From French masochiste.

Noun

[edit]

μαζοχιστής (mazochistísm (plural μαζοχιστές, feminine μαζοχίστρια)

  1. masochist

Declension

[edit]
Declension of μαζοχιστής
singular plural
nominative μαζοχιστής (mazochistís) μαζοχιστές (mazochistés)
genitive μαζοχιστή (mazochistí) μαζοχιστών (mazochistón)
accusative μαζοχιστή (mazochistí) μαζοχιστές (mazochistés)
vocative μαζοχιστή (mazochistí) μαζοχιστές (mazochistés)