Jump to content

μήνιγγα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

μήνιγγα (míningaf (plural μήνιγγες)

  1. (anatomy) meninx
    Το ΚΝΣ για να προστατεύεται περιβάλλεται από τρία μεμβρανώδη περιβλήματα που λέγονται οι μήνιγγες.
    To KNS gia na prostatévetai periválletai apó tría memvranódi perivlímata pou légontai oi míninges.
    To protect itself, the CNS is surrounded by three membranes called the meninges.

Declension

[edit]
Declension of μήνιγγα
singular plural
nominative μήνιγγα (míninga) μήνιγγες (míninges)
genitive μήνιγγας (míningas)
μήνιγγος (míningos)
μηνίγγων (miníngon)
accusative μήνιγγα (míninga) μήνιγγες (míninges)
vocative μήνιγγα (míninga) μήνιγγες (míninges)
[edit]

Further reading

[edit]