Jump to content

αντιμηνιγγιτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιμηνιγγιτικός (antiminingitikósm (feminine αντιμηνιγγιτική, neuter αντιμηνιγγιτικό)

  1. (pathology) antimeningitis, antimeningitic
    Antonym: μηνιγγιτικός (miningitikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιμηνιγγιτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιμηνιγγιτικός (antiminingitikós) αντιμηνιγγιτική (antiminingitikí) αντιμηνιγγιτικό (antiminingitikó) αντιμηνιγγιτικοί (antiminingitikoí) αντιμηνιγγιτικές (antiminingitikés) αντιμηνιγγιτικά (antiminingitiká)
genitive αντιμηνιγγιτικού (antiminingitikoú) αντιμηνιγγιτικής (antiminingitikís) αντιμηνιγγιτικού (antiminingitikoú) αντιμηνιγγιτικών (antiminingitikón) αντιμηνιγγιτικών (antiminingitikón) αντιμηνιγγιτικών (antiminingitikón)
accusative αντιμηνιγγιτικό (antiminingitikó) αντιμηνιγγιτική (antiminingitikí) αντιμηνιγγιτικό (antiminingitikó) αντιμηνιγγιτικούς (antiminingitikoús) αντιμηνιγγιτικές (antiminingitikés) αντιμηνιγγιτικά (antiminingitiká)
vocative αντιμηνιγγιτικέ (antiminingitiké) αντιμηνιγγιτική (antiminingitikí) αντιμηνιγγιτικό (antiminingitikó) αντιμηνιγγιτικοί (antiminingitikoí) αντιμηνιγγιτικές (antiminingitikés) αντιμηνιγγιτικά (antiminingitiká)
[edit]