λειτουργικό σύστημα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]λειτουργικό σύστημα • (leitourgikó sýstima) n (plural λειτουργικά συστήματα)
- (computing, software) operating system
- Το Linux είναι δημοφιλές λειτουργικό σύστημα.
- To Linux eínai dimofilés leitourgikó sýstima.
- Linux is a popular operating system.
Declension
[edit]- see λειτουργικός and σύστημα
Further reading
[edit]- λειτουργικό σύστημα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el