Jump to content

λειτουργικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

λειτουργικός (leitourgikósm (feminine λειτουργική, neuter λειτουργικό)

  1. operational, operating, running
  2. functional

Declension

[edit]
Declension of λειτουργικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λειτουργικός (leitourgikós) λειτουργική (leitourgikí) λειτουργικό (leitourgikó) λειτουργικοί (leitourgikoí) λειτουργικές (leitourgikés) λειτουργικά (leitourgiká)
genitive λειτουργικού (leitourgikoú) λειτουργικής (leitourgikís) λειτουργικού (leitourgikoú) λειτουργικών (leitourgikón) λειτουργικών (leitourgikón) λειτουργικών (leitourgikón)
accusative λειτουργικό (leitourgikó) λειτουργική (leitourgikí) λειτουργικό (leitourgikó) λειτουργικούς (leitourgikoús) λειτουργικές (leitourgikés) λειτουργικά (leitourgiká)
vocative λειτουργικέ (leitourgiké) λειτουργική (leitourgikí) λειτουργικό (leitourgikó) λειτουργικοί (leitourgikoí) λειτουργικές (leitourgikés) λειτουργικά (leitourgiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λειτουργικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λειτουργικός, etc.)

[edit]