λειτουργικές
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]λειτουργικές • (leitourgikés)
- nominative feminine plural of λειτουργικός (leitourgikós)
- accusative feminine plural of λειτουργικός (leitourgikós)
- vocative feminine plural of λειτουργικός (leitourgikós)