κωνσταντινουπολίτικος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κωνσταντινουπολίτικος (konstantinoupolítikosm (feminine κωνσταντινουπολίτικη, neuter κωνσταντινουπολίτικο)

  1. Constantinopolitan

Declension

[edit]
[edit]
see: Κωνσταντινούπολη f (Konstantinoúpoli, Constantinople)