κωμειδύλλιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From κωμωδ(ία) (komod(ía), “comedy”) + ειδύλλιο (eidýllio, “idyll”). Semantic loan from French comédie-vaudeville.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κωμειδύλλιο • (komeidýllio) n (plural κωμειδύλλια)
Declension
[edit]Declension of κωμειδύλλιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κωμειδύλλιο • | κωμειδύλλια • |
genitive | κωμειδυλλίου •, κωμειδύλλιου • | κωμειδυλλίων •, κωμειδύλλιων • |
accusative | κωμειδύλλιο • | κωμειδύλλια • |
vocative | κωμειδύλλιο • | κωμειδύλλια • |