κυριολεκτικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from Koine Greek κυριόλεκτος (kuriólektos, “expressed literally”) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]κυριολεκτικός • (kyriolektikós) m (feminine κυριολεκτική, neuter κυριολεκτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κυριολεκτικός (kyriolektikós) | κυριολεκτική (kyriolektikí) | κυριολεκτικό (kyriolektikó) | κυριολεκτικοί (kyriolektikoí) | κυριολεκτικές (kyriolektikés) | κυριολεκτικά (kyriolektiká) | |
genitive | κυριολεκτικού (kyriolektikoú) | κυριολεκτικής (kyriolektikís) | κυριολεκτικού (kyriolektikoú) | κυριολεκτικών (kyriolektikón) | κυριολεκτικών (kyriolektikón) | κυριολεκτικών (kyriolektikón) | |
accusative | κυριολεκτικό (kyriolektikó) | κυριολεκτική (kyriolektikí) | κυριολεκτικό (kyriolektikó) | κυριολεκτικούς (kyriolektikoús) | κυριολεκτικές (kyriolektikés) | κυριολεκτικά (kyriolektiká) | |
vocative | κυριολεκτικέ (kyriolektiké) | κυριολεκτική (kyriolektikí) | κυριολεκτικό (kyriolektikó) | κυριολεκτικοί (kyriolektikoí) | κυριολεκτικές (kyriolektikés) | κυριολεκτικά (kyriolektiká) |
Derived terms
[edit]- κυριολεκτικά (kyriolektiká)
- κυριολεκτικώς (kyriolektikós)
Related terms
[edit]- κυριολεξία f (kyriolexía)
References
[edit]- ^ κυριολεκτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language