Jump to content

κυριολεκτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from Koine Greek κυριόλεκτος (kuriólektos, expressed literally) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ci.ɾi.o.le.ktiˈkos/
  • Hyphenation: κυ‧ρι‧ο‧λε‧κτι‧κός

Adjective

[edit]

κυριολεκτικός (kyriolektikósm (feminine κυριολεκτική, neuter κυριολεκτικό)

  1. literal

Declension

[edit]
Declension of κυριολεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυριολεκτικός (kyriolektikós) κυριολεκτική (kyriolektikí) κυριολεκτικό (kyriolektikó) κυριολεκτικοί (kyriolektikoí) κυριολεκτικές (kyriolektikés) κυριολεκτικά (kyriolektiká)
genitive κυριολεκτικού (kyriolektikoú) κυριολεκτικής (kyriolektikís) κυριολεκτικού (kyriolektikoú) κυριολεκτικών (kyriolektikón) κυριολεκτικών (kyriolektikón) κυριολεκτικών (kyriolektikón)
accusative κυριολεκτικό (kyriolektikó) κυριολεκτική (kyriolektikí) κυριολεκτικό (kyriolektikó) κυριολεκτικούς (kyriolektikoús) κυριολεκτικές (kyriolektikés) κυριολεκτικά (kyriolektiká)
vocative κυριολεκτικέ (kyriolektiké) κυριολεκτική (kyriolektikí) κυριολεκτικό (kyriolektikó) κυριολεκτικοί (kyriolektikoí) κυριολεκτικές (kyriolektikés) κυριολεκτικά (kyriolektiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ κυριολεκτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language