Learned borrowing from Ancient Greek κυριεύω ( kurieúō ) .[ 1]
IPA (key ) : /ci.ɾiˈe.vo/
Hyphenation: κυ‧ρι‧εύ‧ω
κυριεύω • (kyriévo ) (past κυρίευσα /κυρίεψα , passive κυριεύομαι , p‑past κυριεύθηκα /κυριεύτηκα , ppp κυριευμένος ) ( transitive )
( military ) to capture , to take possession of
( military ) to conquer
( figuratively , of a feeling) to overcome , to overwhelm , to take hold of, to take possession of
κυριεύω κυριεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κυριεύω
κυριεύσω , κυριέψω
κυριεύομαι
κυριευθώ , κυριευτώ
2 sg
κυριεύεις
κυριεύσεις , κυριέψεις
κυριεύεσαι
κυριευθείς , κυριευτείς
3 sg
κυριεύει
κυριεύσει , κυριέψει
κυριεύεται
κυριευθεί , κυριευτεί
1 pl
κυριεύουμε , [‑ομε ]
κυριεύσουμε , [‑ομε ], κυριέψουμε , [‑ομε ]
κυριευόμαστε
κυριευθούμε , κυριευτούμε
2 pl
κυριεύετε
κυριεύσετε , κυριέψετε
κυριεύεστε , κυριευόσαστε
κυριευθείτε , κυριευτείτε
3 pl
κυριεύουν (ε )
κυριεύσουν (ε ), κυριέψουν (ε )
κυριεύονται
κυριευθούν (ε ), κυριευτούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κυρίευα
κυρίευσα , κυρίεψα
κυριευόμουν (α )
κυριεύθηκα , κυριεύτηκα
2 sg
κυρίευες
κυρίευσες , κυρίεψες
κυριευόσουν (α )
κυριεύθηκες , κυριεύτηκες
3 sg
κυρίευε
κυρίευσε , κυρίεψε
κυριευόταν (ε )
κυριεύθηκε , κυριεύτηκε
1 pl
κυριεύαμε
κυριεύσαμε , κυριέψαμε
κυριευόμασταν , (‑όμαστε )
κυριευθήκαμε , κυριευτήκαμε
2 pl
κυριεύατε
κυριεύσατε , κυριέψατε
κυριευόσασταν , (‑όσαστε )
κυριευθήκατε , κυριευτήκατε
3 pl
κυρίευαν , κυριεύαν (ε )
κυρίευσαν , κυριεύσαν (ε ), κυρίεψαν
κυριεύονταν , (κυριευόντουσαν )
κυριεύθηκαν , κυριευθήκαν (ε ), κυριεύτηκαν , κυριευτήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κυριεύω ➤
θα κυριεύσω / κυριέψω ➤
θα κυριεύομαι ➤
θα κυριευθώ / κυριευτώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κυριεύεις , …
θα κυριεύσεις / κυριέψεις , …
θα κυριεύεσαι , …
θα κυριευθείς / κυριευτείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κυριεύσει / κυριέψει έχω, έχεις, … κυριευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κυριευθεί / κυριευτεί είμαι , είσαι , … κυριευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κυριεύσει / κυριέψει είχα, είχες, … κυριευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κυριευθεί / κυριευτεί ήμουν , ήσουν , … κυριευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … κυριεύσει / κυριέψει θα έχω, θα έχεις, … κυριευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κυριευθεί / κυριευτεί θα είμαι, θα είσαι, … κυριευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
κυρίευε
κυρίευσε , κυρίεψε
—
κυριεύσου , κυριέψου
2 pl
κυριεύετε
κυριεύστε , κυριέψτε
κυριεύεστε
κυριευθείτε , κυριευτείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κυριεύοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας κυριεύσει / κυριέψει ➤
κυριευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κυριεύσει , κυριέψει
κυριευθεί , κυριευτεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.