From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Byzantine Greek κυριαρχώ ( kuriarkhṓ ) with semantic loan from French dominer . By surface analysis , κυρίαρχ(ος) ( kyríarch(os) ) + -ώ ( -ó ) .[ 1]
IPA (key ) : /ci.ɾi.aɾˈxo/
Hyphenation: κυ‧ρι‧αρ‧χώ
Rhymes: -o
κυριαρχώ • (kyriarchó ) (past κυριάρχησα , passive κυριαρχούμαι , p‑past κυριαρχήθηκα , ppp κυριαρχημένος )
to dominate ( to govern, rule or control by superior authority or power )
Synonyms: δεσπόζω ( despózo ) , εξουσιάζω ( exousiázo )
to dominate ( to exert an overwhelming guiding influence over something or someone )
Synonym: επικρατώ ( epikrató )
κυριαρχώ , κυριαρχούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κυριαρχώ
κυριαρχήσω
κυριαρχούμαι
κυριαρχηθώ
2 sg
κυριαρχείς
κυριαρχήσεις
κυριαρχείσαι
κυριαρχηθείς
3 sg
κυριαρχεί
κυριαρχήσει
κυριαρχείται
κυριαρχηθεί
1 pl
κυριαρχούμε
κυριαρχήσουμε , [-ομε ]
κυριαρχούμαστε , κυριαρχόμαστε
κυριαρχηθούμε
2 pl
κυριαρχείτε
κυριαρχήσετε
κυριαρχείστε , (κυριαρχόσαστε )
κυριαρχηθείτε
3 pl
κυριαρχούν (ε )
κυριαρχήσουν (ε )
κυριαρχούνται
κυριαρχηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κυριαρχούσα
κυριάρχησα
κυριαρχούμουν (α ), κυριαρχόμουν (α )
κυριαρχήθηκα
2 sg
κυριαρχούσες
κυριάρχησες
[κυριαρχούσουν (α )], κυριαρχόσουν (α )
κυριαρχήθηκες
3 sg
κυριαρχούσε
κυριάρχησε
κυριαρχούνταν , κυριαρχόταν (ε ), {κυριαρχείτο }
κυριαρχήθηκε
1 pl
κυριαρχούσαμε
κυριαρχήσαμε
κυριαρχούμασταν , (‑ούμαστε ), κυριαρχόμασταν , (‑όμαστε )
κυριαρχηθήκαμε
2 pl
κυριαρχούσατε
κυριαρχήσατε
[κυριαρχούσασταν , (‑ούσαστε )], κυριαρχόσασταν , (‑όσαστε )
κυριαρχηθήκατε
3 pl
κυριαρχούσαν (ε )
κυριάρχησαν , κυριαρχήσαν (ε )
κυριαρχούνταν , κυριαρχόνταν (ε ), (κυριαρχόντουσαν ), {κυριαρχούντο }
κυριαρχήθηκαν , κυριαρχηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κυριαρχώ ➤
θα κυριαρχήσω ➤
θα κυριαρχούμαι ➤
θα κυριαρχηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κυριαρχείς , …
θα κυριαρχήσεις , …
θα κυριαρχείσαι , …
θα κυριαρχηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κυριαρχήσει έχω, έχεις, … κυριαρχημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κυριαρχηθεί είμαι , είσαι , … κυριαρχημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κυριαρχήσει είχα, είχες, … κυριαρχημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κυριαρχηθεί ήμουν , ήσουν , … κυριαρχημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … κυριαρχήσει θα έχω, θα έχεις, … κυριαρχημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κυριαρχηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κυριαρχημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
κυριάρχησε
—
κυριαρχήσου
2 pl
κυριαρχείτε
κυριαρχήστε
κυριαρχείστε
κυριαρχηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κυριαρχώντας ➤
κυριαρχούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας κυριαρχήσει ➤
κυριαρχημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κυριαρχήσει
κυριαρχηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.