Jump to content

κυκλοφορία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κυκλοφορία (kykloforíaf (uncountable)

  1. circulation
    σε κυκλοφορία (in circulation; on the market)
    από την κυκλοφορία (out of circulation)
  2. traffic

Declension

[edit]
Declension of κυκλοφορία
singular
nominative κυκλοφορία (kykloforía)
genitive κυκλοφορίας (kykloforías)
accusative κυκλοφορία (kykloforía)
vocative κυκλοφορία (kykloforía)
[edit]