κυκλοφορία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]κυκλοφορία • (kykloforía) f (uncountable)
- circulation
- σε κυκλοφορία (in circulation; on the market)
- από την κυκλοφορία (out of circulation)
- traffic
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | κυκλοφορία (kykloforía) |
genitive | κυκλοφορίας (kykloforías) |
accusative | κυκλοφορία (kykloforía) |
vocative | κυκλοφορία (kykloforía) |
Related terms
[edit]- κυκλοφορικός (kykloforikós, “circulatory”)
- απαγόρευση κυκλοφορίας f (apagórefsi kykloforías, “curfew”)