απαγόρευση κυκλοφορίας
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- απαγόρευση της κυκλοφορίας f (apagórefsi tis kykloforías)
Noun
[edit]απαγόρευση κυκλοφορίας • (apagórefsi kykloforías) f (plural απαγορεύσεις κυκλοφορίας)
- curfew (legal restriction)
Declension
[edit]- see: απαγόρευση (apagórefsi) and κυκλοφορία (kykloforía)