Jump to content

κυβερνημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of κυβερνιέμαι (kyverniémai), or κυβερνώμαι (kyvernómai), passive voice forms of κυβερνώ (govern).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ci.veɾ.niˈme.nos/
  • Hyphenation: κυ‧βερ‧νη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

κυβερνημένος (kyverniménosm (feminine κυβερνημένη, neuter κυβερνημένο)

  1. governed

Declension

[edit]
Declension of κυβερνημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυβερνημένος (kyverniménos) κυβερνημένη (kyverniméni) κυβερνημένο (kyverniméno) κυβερνημένοι (kyverniménoi) κυβερνημένες (kyverniménes) κυβερνημένα (kyverniména)
genitive κυβερνημένου (kyverniménou) κυβερνημένης (kyverniménis) κυβερνημένου (kyverniménou) κυβερνημένων (kyverniménon) κυβερνημένων (kyverniménon) κυβερνημένων (kyverniménon)
accusative κυβερνημένο (kyverniméno) κυβερνημένη (kyverniméni) κυβερνημένο (kyverniméno) κυβερνημένους (kyverniménous) κυβερνημένες (kyverniménes) κυβερνημένα (kyverniména)
vocative κυβερνημένε (kyverniméne) κυβερνημένη (kyverniméni) κυβερνημένο (kyverniméno) κυβερνημένοι (kyverniménoi) κυβερνημένες (kyverniménes) κυβερνημένα (kyverniména)
[edit]