Jump to content

κτήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κτήριο (ktírion (plural κτήρια)

  1. Alternative form of κτίριο (ktírio)

Declension

[edit]
Declension of κτήριο
singular plural
nominative κτήριο (ktírio) κτήρια (ktíria)
genitive κτηρίου (ktiríou)
κτήριου (ktíriou)
κτηρίων (ktiríon)
accusative κτήριο (ktírio) κτήρια (ktíria)
vocative κτήριο (ktírio) κτήρια (ktíria)