Jump to content

κρούσταλλο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κρούσταλλο (kroústallon (plural κρούσταλλα)

  1. Alternative form of κρύσταλλο (krýstallo)

Declension

[edit]
Declension of κρούσταλλο
singular plural
nominative κρούσταλλο (kroústallo) κρούσταλλα (kroústalla)
genitive κρουστάλλου (kroustállou)
κρούσταλλου (kroústallou)
κρουστάλλων (kroustállon)
accusative κρούσταλλο (kroústallo) κρούσταλλα (kroústalla)
vocative κρούσταλλο (kroústallo) κρούσταλλα (kroústalla)