Jump to content

κραμβολάχανο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κραμβολάχανο (kramvoláchanon (plural κραμβολάχανα)

  1. Alternative form of κραμπολάχανο (krampoláchano)

Declension

[edit]
Declension of κραμβολάχανο
singular plural
nominative κραμβολάχανο (kramvoláchano) κραμβολάχανα (kramvoláchana)
genitive κραμβολάχανου (kramvoláchanou) κραμβολάχανων (kramvoláchanon)
accusative κραμβολάχανο (kramvoláchano) κραμβολάχανα (kramvoláchana)
vocative κραμβολάχανο (kramvoláchano) κραμβολάχανα (kramvoláchana)