κραμβολάχανο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]κραμβολάχανο • (kramvoláchano) n (plural κραμβολάχανα)
- Alternative form of κραμπολάχανο (krampoláchano)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κραμβολάχανο (kramvoláchano) | κραμβολάχανα (kramvoláchana) |
genitive | κραμβολάχανου (kramvoláchanou) | κραμβολάχανων (kramvoláchanon) |
accusative | κραμβολάχανο (kramvoláchano) | κραμβολάχανα (kramvoláchana) |
vocative | κραμβολάχανο (kramvoláchano) | κραμβολάχανα (kramvoláchana) |