Jump to content

κουτόφραγκος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

κουτός (koutós, stupid, dumb) +‎ Φράγκος (Frágkos, Frank, Roman Catholic, Western European).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kuˈtofɾaŋɡos/
  • Hyphenation: κου‧τό‧φρα‧γκος

Noun

[edit]

κουτόφραγκος (koutófragkosm (plural κουτόφραγκοι)

  1. (colloquial, derogatory, humorous) stupid European (a gullible or naive person from Western Europe who is seen as easily being tricked or made a fool of by a Greek)
    Κάθε χρόνια μας έρχονται στο ξενοδοχείο κάτι κουτόφραγκοι και πάντα τους χρεώνουμε παραπάνω από τους Έλληνες.
    Káthe chrónia mas érchontai sto xenodocheío káti koutófragkoi kai pánta tous chreónoume parapáno apó tous Éllines.
    Every year some stupid Europeans come to our hotel and we always charge them more than the Greeks.

Declension

[edit]
Declension of κουτόφραγκος
singular plural
nominative κουτόφραγκος (koutófragkos) κουτόφραγκοι (koutófragkoi)
genitive κουτόφραγκου (koutófragkou) κουτόφραγκων (koutófragkon)
accusative κουτόφραγκο (koutófragko) κουτόφραγκους (koutófragkous)
vocative κουτόφραγκε (koutófragke) κουτόφραγκοι (koutófragkoi)
[edit]