Jump to content

κουνουπιέρα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κουνουπιέρα (kounoupiéraf (plural κουνουπιέρες)

  1. mosquito net

Declension

[edit]
Declension of κουνουπιέρα
singular plural
nominative κουνουπιέρα (kounoupiéra) κουνουπιέρες (kounoupiéres)
genitive κουνουπιέρας (kounoupiéras) κουνουπιέρων (kounoupiéron)
accusative κουνουπιέρα (kounoupiéra) κουνουπιέρες (kounoupiéres)
vocative κουνουπιέρα (kounoupiéra) κουνουπιέρες (kounoupiéres)
[edit]