Jump to content

κουβαλημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of κουβαλιέμαι (kouvaliémai), passive voice of κουβαλάω, κουβαλώ (carry).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ku.va.liˈme.nos/
  • Hyphenation: κου‧βα‧λη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

κουβαλημένος (kouvaliménosm (feminine κουβαλημένη, neuter κουβαλημένο)

  1. carried (informal)

Declension

[edit]
Declension of κουβαλημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κουβαλημένος (kouvaliménos) κουβαλημένη (kouvaliméni) κουβαλημένο (kouvaliméno) κουβαλημένοι (kouvaliménoi) κουβαλημένες (kouvaliménes) κουβαλημένα (kouvaliména)
genitive κουβαλημένου (kouvaliménou) κουβαλημένης (kouvaliménis) κουβαλημένου (kouvaliménou) κουβαλημένων (kouvaliménon) κουβαλημένων (kouvaliménon) κουβαλημένων (kouvaliménon)
accusative κουβαλημένο (kouvaliméno) κουβαλημένη (kouvaliméni) κουβαλημένο (kouvaliméno) κουβαλημένους (kouvaliménous) κουβαλημένες (kouvaliménes) κουβαλημένα (kouvaliména)
vocative κουβαλημένε (kouvaliméne) κουβαλημένη (kouvaliméni) κουβαλημένο (kouvaliméno) κουβαλημένοι (kouvaliménoi) κουβαλημένες (kouvaliménes) κουβαλημένα (kouvaliména)