κοσμοδρόμιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κοσμοδρόμιο • (kosmodrómio) n (plural κοσμοδρόμια)
- cosmodrome (space launch site)
Declension
[edit]Declension of κοσμοδρόμιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοσμοδρόμιο • | κοσμοδρόμια • |
genitive | κοσμοδρομίου •, κοσμοδρόμιου • | κοσμοδρομίων • |
accusative | κοσμοδρόμιο • | κοσμοδρόμια • |
vocative | κοσμοδρόμιο • | κοσμοδρόμια • |