Jump to content

κεραμίδι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek κεραμίδιον (keramídion, small tile).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ceɾaˈmiði/
  • Hyphenation: κε‧ρα‧μί‧δι

Noun

[edit]

κεραμίδι (keramídin (plural κεραμίδια)

  1. tile (on roofs)
  2. (figuratively) roof
    Υπάρχει μια γάτα που όλο νιαουρίζει στα κεραμίδια δίπλα.
    Ypárchei mia gáta pou ólo niaourízei sta keramídia dípla.
    There's a cat who is constantly meowing on the roof next door.
  3. (figuratively) house, roof over one's head
    Μάζεψαν λεφτά για πολλά χρόνια να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
    Mázepsan leftá gia pollá chrónia na váloun éna keramídi páno ap’ ta kefália tous.
    They saved up for many years to get a roof over their heads.

Declension

[edit]
Declension of κεραμίδι
singular plural
nominative κεραμίδι (keramídi) κεραμίδια (keramídia)
genitive κεραμιδιού (keramidioú) κεραμιδιών (keramidión)
accusative κεραμίδι (keramídi) κεραμίδια (keramídia)
vocative κεραμίδι (keramídi) κεραμίδια (keramídia)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]

Descendants

[edit]