κεραμίδι
Appearance
See also: κεραμιδί
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek κεραμίδιον (keramídion, “small tile”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κεραμίδι • (keramídi) n (plural κεραμίδια)
- tile (on roofs)
- (figuratively) roof
- Υπάρχει μια γάτα που όλο νιαουρίζει στα κεραμίδια δίπλα.
- Ypárchei mia gáta pou ólo niaourízei sta keramídia dípla.
- There's a cat who is constantly meowing on the roof next door.
- (figuratively) house, roof over one's head
- Μάζεψαν λεφτά για πολλά χρόνια να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
- Mázepsan leftá gia pollá chrónia na váloun éna keramídi páno ap’ ta kefália tous.
- They saved up for many years to get a roof over their heads.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κεραμίδι (keramídi) | κεραμίδια (keramídia) |
genitive | κεραμιδιού (keramidioú) | κεραμιδιών (keramidión) |
accusative | κεραμίδι (keramídi) | κεραμίδια (keramídia) |
vocative | κεραμίδι (keramídi) | κεραμίδια (keramídia) |
Synonyms
[edit]- πλακάκι n (plakáki, “wall tile”)
Derived terms
[edit]- κεραμιδώνω (keramidóno, “to tile a roof”)
- κεραμίδωμα n (keramídoma, “roof tiling”)
- κεραμίδωση f (keramídosi, “roof tiling”)
Related terms
[edit]- τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια (ti kánei niáou niáou sta keramídia, “no shit, Captain Obvious”)