From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Byzantine Greek κατεδαφίζω ( katedaphízō , “ to dash to earth ” ) . By surface analysis , κατ- ( kat- ) + έδαφ(ος) ( édaf(os) ) + -ίζω ( -ízo ) .[ 1]
IPA (key ) : /ka.te.ðaˈfi.zo/
Hyphenation: κα‧τε‧δα‧φί‧ζω
κατεδαφίζω • (katedafízo ) (past κατεδάφισα , passive κατεδαφίζομαι , p‑past κατεδαφίστηκα , ppp κατεδαφισμένος )
( transitive ) to demolish , to raze , to level ( to destroy (buildings, etc.), especially in a planned or intentional fashion; to destroy by reducing to ground level )
Synonym: γκρεμίζω ( gkremízo )
Near-synonym: ισοπεδώνω ( isopedóno )
κατεδαφίζω κατεδαφίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κατεδαφίζω
κατεδαφίσω
κατεδαφίζομαι
κατεδαφιστώ
2 sg
κατεδαφίζεις
κατεδαφίσεις
κατεδαφίζεσαι
κατεδαφιστείς
3 sg
κατεδαφίζει
κατεδαφίσει
κατεδαφίζεται
κατεδαφιστεί
1 pl
κατεδαφίζουμε , [‑ομε ]
κατεδαφίσουμε , [‑ομε ]
κατεδαφιζόμαστε
κατεδαφιστούμε
2 pl
κατεδαφίζετε
κατεδαφίσετε
κατεδαφίζεστε , κατεδαφιζόσαστε
κατεδαφιστείτε
3 pl
κατεδαφίζουν (ε )
κατεδαφίσουν (ε )
κατεδαφίζονται
κατεδαφιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κατεδάφιζα
κατεδάφισα
κατεδαφιζόμουν (α )
κατεδαφίστηκα
2 sg
κατεδάφιζες
κατεδάφισες
κατεδαφιζόσουν (α )
κατεδαφίστηκες
3 sg
κατεδάφιζε
κατεδάφισε
κατεδαφιζόταν (ε )
κατεδαφίστηκε
1 pl
κατεδαφίζαμε
κατεδαφίσαμε
κατεδαφιζόμασταν , (‑όμαστε )
κατεδαφιστήκαμε
2 pl
κατεδαφίζατε
κατεδαφίσατε
κατεδαφιζόσασταν , (‑όσαστε )
κατεδαφιστήκατε
3 pl
κατεδάφιζαν , κατεδαφίζαν (ε )
κατεδάφισαν , κατεδαφίσαν (ε )
κατεδαφίζονταν , (κατεδαφιζόντουσαν )
κατεδαφίστηκαν , κατεδαφιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κατεδαφίζω ➤
θα κατεδαφίσω ➤
θα κατεδαφίζομαι ➤
θα κατεδαφιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κατεδαφίζεις , …
θα κατεδαφίσεις , …
θα κατεδαφίζεσαι , …
θα κατεδαφιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κατεδαφίσει έχω, έχεις, … κατεδαφισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κατεδαφιστεί είμαι , είσαι , … κατεδαφισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κατεδαφίσει είχα, είχες, … κατεδαφισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κατεδαφιστεί ήμουν , ήσουν , … κατεδαφισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … κατεδαφίσει θα έχω, θα έχεις, … κατεδαφισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κατεδαφιστεί θα είμαι, θα είσαι, … κατεδαφισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
κατεδάφιζε
κατεδάφισε
—
κατεδαφίσου
2 pl
κατεδαφίζετε
κατεδαφίστε
κατεδαφίζεστε
κατεδαφιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κατεδαφίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας κατεδαφίσει ➤
κατεδαφισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κατεδαφίσει
κατεδαφιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.