ισοπεδώνω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Byzantine Greek ισοπεδώ (isopedṓ).[1] By surface analysis, ισόπεδ(ος) (isóped(os)) + -ώνω (-óno).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ισοπεδώνω • (isopedóno) (past ισοπέδωσα, passive ισοπεδώνομαι, p‑past ισοπεδώθηκα, ppp ισοπεδωμένος) (transitive)
- to flatten, to flatten out, to level out, to make level (to make flat: ground, land)
- to flatten, to level (to knock down or reduce to ground level)
- (figuratively) to flatten out (:differences, distinctions)
Conjugation
[edit]ισοπεδώνω ισοπεδώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ισοπεδώνω | ισοπεδώσω | ισοπεδώνομαι | ισοπεδωθώ |
2 sg | ισοπεδώνεις | ισοπεδώσεις | ισοπεδώνεσαι | ισοπεδωθείς |
3 sg | ισοπεδώνει | ισοπεδώσει | ισοπεδώνεται | ισοπεδωθεί |
1 pl | ισοπεδώνουμε, [‑ομε] | ισοπεδώσουμε, [‑ομε] | ισοπεδωνόμαστε | ισοπεδωθούμε |
2 pl | ισοπεδώνετε | ισοπεδώσετε | ισοπεδώνεστε, ισοπεδωνόσαστε | ισοπεδωθείτε |
3 pl | ισοπεδώνουν(ε) | ισοπεδώσουν(ε) | ισοπεδώνονται | ισοπεδωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ισοπέδωνα | ισοπέδωσα | ισοπεδωνόμουν(α) | ισοπεδώθηκα |
2 sg | ισοπέδωνες | ισοπέδωσες | ισοπεδωνόσουν(α) | ισοπεδώθηκες |
3 sg | ισοπέδωνε | ισοπέδωσε | ισοπεδωνόταν(ε) | ισοπεδώθηκε |
1 pl | ισοπεδώναμε | ισοπεδώσαμε | ισοπεδωνόμασταν, (‑όμαστε) | ισοπεδωθήκαμε |
2 pl | ισοπεδώνατε | ισοπεδώσατε | ισοπεδωνόσασταν, (‑όσαστε) | ισοπεδωθήκατε |
3 pl | ισοπέδωναν, ισοπεδώναν(ε) | ισοπέδωσαν, ισοπεδώσαν(ε) | ισοπεδώνονταν, (ισοπεδωνόντουσαν) | ισοπεδώθηκαν, ισοπεδωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ισοπεδώνω ➤ | θα ισοπεδώσω ➤ | θα ισοπεδώνομαι ➤ | θα ισοπεδωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ισοπεδώνεις, … | θα ισοπεδώσεις, … | θα ισοπεδώνεσαι, … | θα ισοπεδωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ισοπεδώσει έχω, έχεις, … ισοπεδωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ισοπεδωθεί είμαι, είσαι, … ισοπεδωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ισοπεδώσει είχα, είχες, … ισοπεδωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ισοπεδωθεί ήμουν, ήσουν, … ισοπεδωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ισοπεδώσει θα έχω, θα έχεις, … ισοπεδωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ισοπεδωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ισοπεδωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ισοπέδωνε | ισοπέδωσε | — | ισοπεδώσου |
2 pl | ισοπεδώνετε | ισοπεδώστε | ισοπεδώνεστε | ισοπεδωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ισοπεδώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ισοπεδώσει ➤ | ισοπεδωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ισοπεδώσει | ισοπεδωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- ισοπέδωση f (isopédosi)
- ισοπεδωτικός (isopedotikós)
Related terms
[edit]- ισόπεδος (isópedos)
References
[edit]- ^ ισοπεδώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language