Jump to content

καταπράσινος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

κατα- (kata-, intense) +‎ πράσινος (prásinos, green)

Adjective

[edit]

καταπράσινος (kataprásinosm (feminine καταπράσινη, neuter καταπράσινο)

  1. (intensive adjective, adjective for color/colour) verdant, lush green, intense green

Declension

[edit]
Declension of καταπράσινος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταπράσινος (kataprásinos) καταπράσινη (kataprásini) καταπράσινο (kataprásino) καταπράσινοι (kataprásinoi) καταπράσινες (kataprásines) καταπράσινα (kataprásina)
genitive καταπράσινου (kataprásinou) καταπράσινης (kataprásinis) καταπράσινου (kataprásinou) καταπράσινων (kataprásinon) καταπράσινων (kataprásinon) καταπράσινων (kataprásinon)
accusative καταπράσινο (kataprásino) καταπράσινη (kataprásini) καταπράσινο (kataprásino) καταπράσινους (kataprásinous) καταπράσινες (kataprásines) καταπράσινα (kataprásina)
vocative καταπράσινε (kataprásine) καταπράσινη (kataprásini) καταπράσινο (kataprásino) καταπράσινοι (kataprásinoi) καταπράσινες (kataprásines) καταπράσινα (kataprásina)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταπράσινος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταπράσινος, etc.)

[edit]