Jump to content

κατανοητός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κατανοητός (katanoïtósm (feminine κατανοητή, neuter κατανοητό)

  1. understandable, comprehensible

Declension

[edit]
Declension of κατανοητός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατανοητός (katanoïtós) κατανοητή (katanoïtí) κατανοητό (katanoïtó) κατανοητοί (katanoïtoí) κατανοητές (katanoïtés) κατανοητά (katanoïtá)
genitive κατανοητού (katanoïtoú) κατανοητής (katanoïtís) κατανοητού (katanoïtoú) κατανοητών (katanoïtón) κατανοητών (katanoïtón) κατανοητών (katanoïtón)
accusative κατανοητό (katanoïtó) κατανοητή (katanoïtí) κατανοητό (katanoïtó) κατανοητούς (katanoïtoús) κατανοητές (katanoïtés) κατανοητά (katanoïtá)
vocative κατανοητέ (katanoïté) κατανοητή (katanoïtí) κατανοητό (katanoïtó) κατανοητοί (katanoïtoí) κατανοητές (katanoïtés) κατανοητά (katanoïtá)
[edit]