Jump to content

κατακίτρινος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

κατα- (kata-, intense) +‎ κίτρινος (kítrinos, yellow)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.taˈci.tɾi.nos/
  • Hyphenation: κα‧τα‧κί‧τρι‧νος

Adjective

[edit]

κατακίτρινος (katakítrinosm (feminine κατακίτρινη, neuter κατακίτρινο)

  1. (intensive adjective, adjective for color/colour) intensely yellow
  2. (intensive adjective, of people) extremely pale
    Synonyms: κάτασπρος (kátaspros), κάτωχρος (kátochros), κατάχλωμος (katáchlomos)

Declension

[edit]
Declension of κατακίτρινος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατακίτρινος (katakítrinos) κατακίτρινη (katakítrini) κατακίτρινο (katakítrino) κατακίτρινοι (katakítrinoi) κατακίτρινες (katakítrines) κατακίτρινα (katakítrina)
genitive κατακίτρινου (katakítrinou) κατακίτρινης (katakítrinis) κατακίτρινου (katakítrinou) κατακίτρινων (katakítrinon) κατακίτρινων (katakítrinon) κατακίτρινων (katakítrinon)
accusative κατακίτρινο (katakítrino) κατακίτρινη (katakítrini) κατακίτρινο (katakítrino) κατακίτρινους (katakítrinous) κατακίτρινες (katakítrines) κατακίτρινα (katakítrina)
vocative κατακίτρινε (katakítrine) κατακίτρινη (katakítrini) κατακίτρινο (katakítrino) κατακίτρινοι (katakítrinoi) κατακίτρινες (katakítrines) κατακίτρινα (katakítrina)
[edit]

Further reading

[edit]