Jump to content

καστανομάλλης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

καστανο (kastano, brown) +‎ μάλλης (mállis, hair)

Adjective

[edit]

καστανομάλλης (kastanomállism

  1. brown haired

Declension

[edit]
Declension of καστανομάλλης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καστανομάλλης (kastanomállis) καστανομάλλα (kastanomálla)
καστανομαλλού (kastanomalloú)
καστανομαλλούσα (kastanomalloúsa)
καστανομάλλικο (kastanomálliko) καστανομάλληδες (kastanomállides) καστανομάλλες (kastanomálles)
καστανομαλλούδες (kastanomalloúdes)
καστανομαλλούσες (kastanomalloúses)
καστανομάλλικα (kastanomállika)
genitive καστανομάλλη (kastanomálli) καστανομάλλας (kastanomállas)
καστανομαλλούς (kastanomalloús)
καστανομαλλούσας (kastanomalloúsas)
καστανομάλλικου (kastanomállikou) καστανομάλληδων (kastanomállidon) καστανομαλλούδων (kastanomalloúdon) καστανομάλλικων (kastanomállikon)
accusative καστανομάλλη (kastanomálli) καστανομάλλα (kastanomálla)
καστανομαλλού (kastanomalloú)
καστανομαλλούσα (kastanomalloúsa)
καστανομάλλικο (kastanomálliko) καστανομάλληδες (kastanomállides) καστανομάλλες (kastanomálles)
καστανομαλλούδες (kastanomalloúdes)
καστανομαλλούσες (kastanomalloúses)
καστανομάλλικα (kastanomállika)
vocative καστανομάλλη (kastanomálli) καστανομάλλα (kastanomálla)
καστανομαλλού (kastanomalloú)
καστανομαλλούσα (kastanomalloúsa)
καστανομάλλικο (kastanomálliko) καστανομάλληδες (kastanomállides) καστανομάλλες (kastanomálles)
καστανομαλλούδες (kastanomalloúdes)
καστανομαλλούσες (kastanomalloúses)
καστανομάλλικα (kastanomállika)