Jump to content

καρεκλοκένταυρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

καρέκλα (karékla, chair) +‎ -ο- (-o-) +‎ κένταυρος (kéntavros, centaur).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kaɾekloˈcendavɾos/
  • Hyphenation: κα‧ρε‧κλο‧κέ‧νταυ‧ρος

Noun

[edit]

καρεκλοκένταυρος (kareklokéntavrosm (plural καρεκλοκένταυροι)

  1. (colloquial, derogatory, humorous) ensconced bureaucrat, ensconced politician[1] (public servant or politician who is metaphorically joined to his seat and will never give it up)
    Αυτός είναι διευθυντής εδώ και τριάντα χρόνια και δεν πρόκειται να παραιτηθεί· είναι καρεκλοκένταυρος.
    Aftós eínai diefthyntís edó kai triánta chrónia kai den prókeitai na paraititheí; eínai kareklokéntavros.
    He's been the boss here for thirty years and isn't going to quit; he's ensconced.
    • 2014, Ελένη Πριοβόλου, Το τέλος του γαλάζιου ρόδου[1]:
      Ήμουν μόνη και στο συμβούλιο των αποφάσεων συμμετείχαν δώδεκα καρεκλοκένταυροι. Όταν δε πληροφορήθηκα πως το νέο κτίριο ήταν συμφερόντων του Ιδρύματος Νοταρά, ήτοι του μεγαλοεργολάβου Χανδρά, κατάλαβα πολλά.
      Ímoun móni kai sto symvoúlio ton apofáseon symmeteíchan dódeka kareklokéntavroi. Ótan de pliroforíthika pos to néo ktírio ítan symferónton tou Idrýmatos Notará, ítoi tou megaloergolávou Chandrá, katálava pollá.
      I was alone and there were twelve bureaucrats taking part in the decisive council. When I wasn't informed that the new building wasn't in the Notara Institute's interests, that is to say of the great engineer Chandras, I understood well.
  2. (colloquial, derogatory, humorous) obstructive bureaucrat[2] (public servant who inconveniences members of the public rather than assisting them)
    Ήταν ένας καρεκλοκένταυρος που με έστειλε σε πέντε διαφορετικά γραφία μόνο και μόνο για να μου βάλει μια σφραγίδα.
    Ítan énas kareklokéntavros pou me ésteile se pénte diaforetiká grafía móno kai móno gia na mou válei mia sfragída.
    There was a bureaucrat there that sent me to five different offices just to stamp my document.

Declension

[edit]
singular plural
nominative καρεκλοκένταυρος (kareklokéntavros) καρεκλοκένταυροι (kareklokéntavroi)
genitive καρεκλοκένταυρου (kareklokéntavrou) καρεκλοκένταυρων (kareklokéntavron)
accusative καρεκλοκένταυρο (kareklokéntavro) καρεκλοκένταυρους (kareklokéntavrous)
vocative καρεκλοκένταυρε (kareklokéntavre) καρεκλοκένταυροι (kareklokéntavroi)

Synonyms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=129626.0
  2. ^ καρεκλοκένταυρος - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: [] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.