Jump to content

γραφειοκράτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γραφειοκράτης (grafeiokrátism (plural γραφειοκράτες, feminine γραφειοκράτισσα)

  1. bureaucrat

Declension

[edit]
Declension of γραφειοκράτης
singular plural
nominative γραφειοκράτης (grafeiokrátis) γραφειοκράτες (grafeiokrátes)
genitive γραφειοκράτη (grafeiokráti) γραφειοκρατών (grafeiokratón)
accusative γραφειοκράτη (grafeiokráti) γραφειοκράτες (grafeiokrátes)
vocative γραφειοκράτη (grafeiokráti) γραφειοκράτες (grafeiokrátes)
[edit]