καπνοπώλισσα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]καπνοπώλισσα • (kapnopólissa) f (plural καπνοπώλισσες, masculine καπνοπώλης)
Declension
[edit]Declension of καπνοπώλισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καπνοπώλισσα • | καπνοπώλισσες • |
genitive | καπνοπώλισσας • | καπνοπωλισσών • |
accusative | καπνοπώλισσα • | καπνοπώλισσες • |
vocative | καπνοπώλισσα • | καπνοπώλισσες • |
Related terms
[edit]- καπνοπωλείο n (kapnopoleío, “tobacconist's shop”)
- and see: καπνίζω (kapnízo, “to smoke”)