καπνίστηκα
Appearance
See also: καπνιστικά
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]καπνίστηκα • (kapnístika)
- first-person singular simple past of καπνίζομαι (kapnízomai), the passive of καπνίζω (kapnízo): "I was smoked"
καπνίστηκα • (kapnístika)