Jump to content

καλλιτεχνικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from καλλιτέχν(ης) (kallitéchn(is), artist) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.li.te.xniˈkos/
  • Hyphenation: καλ‧λι‧τε‧χνι‧κός

Adjective

[edit]

καλλιτεχνικός (kallitechnikósm (feminine καλλιτεχνική, neuter καλλιτεχνικό)

  1. artistic
    καλλιτεχνικός διευθυντήςkallitechnikós diefthyntísartistic director

Declension

[edit]
Declension of καλλιτεχνικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καλλιτεχνικός (kallitechnikós) καλλιτεχνική (kallitechnikí) καλλιτεχνικό (kallitechnikó) καλλιτεχνικοί (kallitechnikoí) καλλιτεχνικές (kallitechnikés) καλλιτεχνικά (kallitechniká)
genitive καλλιτεχνικού (kallitechnikoú) καλλιτεχνικής (kallitechnikís) καλλιτεχνικού (kallitechnikoú) καλλιτεχνικών (kallitechnikón) καλλιτεχνικών (kallitechnikón) καλλιτεχνικών (kallitechnikón)
accusative καλλιτεχνικό (kallitechnikó) καλλιτεχνική (kallitechnikí) καλλιτεχνικό (kallitechnikó) καλλιτεχνικούς (kallitechnikoús) καλλιτεχνικές (kallitechnikés) καλλιτεχνικά (kallitechniká)
vocative καλλιτεχνικέ (kallitechniké) καλλιτεχνική (kallitechnikí) καλλιτεχνικό (kallitechnikó) καλλιτεχνικοί (kallitechnikoí) καλλιτεχνικές (kallitechnikés) καλλιτεχνικά (kallitechniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καλλιτεχνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καλλιτεχνικός, etc.)

References

[edit]
  1. ^ καλλιτεχνικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language