Jump to content

καλλιγράφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

καλλιγράφος (kalligráfosm or f (plural καλλιγράφοι)

  1. calligrapher
  2. a person with attractive handwriting

Declension

[edit]
Declension of καλλιγράφος
singular plural
nominative καλλιγράφος (kalligráfos) καλλιγράφοι (kalligráfoi)
genitive καλλιγράφου (kalligráfou) καλλιγράφων (kalligráfon)
accusative καλλιγράφο (kalligráfo) καλλιγράφους (kalligráfous)
vocative καλλιγράφε (kalligráfe) καλλιγράφοι (kalligráfoi)
[edit]